Η Φλωρεντία (ιταλικά: Firenze), είναι πόλη της Ιταλίας, πρωτεύουσα της περιφέρειας της Τοσκάνης και της ομώνυμης επαρχίας. Από το 1865 έως το 1870 ήταν η πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ιταλίας. Η πόλη βρίσκεται επί του ποταμού Άρνου (Arno) και αριθμεί περίπου 400.000 κατοίκους που ονομάζονται Φλωρεντίνοι. Κέντρο εμπορίου κατά τον Μεσαίωνα, η Φλωρεντία κυβερνήθηκε από την οικογένεια των Μεδίκων (Medici). Θεωρείται ως η γενέτειρα της ιταλικής Αναγέννησης και είναι γνωστή για τις καλές τέχνες κα την αρχιτεκτονική της. Τα αξιοθέατα της πόλης έχουν χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και τελούν υπό το καθεστώς της UNESCO.
Ιστορία
Η Φλωρεντία ιδρύθηκε πιθανώς το 200 π.Χ., νότια της πόλης Φιέζολε (λατ. Faesulae) με την οποία και για αιώνες βρίσκονταν σε ανταγωνισμό. Καταστράφηκε όμως από τον Σύλλα το 82 π.Χ. και ανοικοδομήθηκε επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 59 π.Χ. Συγκεκριμένα, ο Ιούλιος Καίσαρας παραχώρησε στους βετεράνους του τα εύφορα εδάφη που βρίσκονταν στις όχθες του ποταμού Άρνου. Χάρη στην γεωγραφική τοποθεσία της, πάνω στην Κασσία Οδό (Via Cassia), που ένωνε την Ρώμη με την Βόρεια Ιταλία, οι πρώτοι οικισμοί αναπτύχθηκαν ταχύτατα για να πάρουν διαστάσεις πόλεως. Επί Διοκλητιανού η πόλη προάγεται σε πρωτεύουσα της έπαρχίας της Τουσκίας (Tuscia) τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Από τον 4ο αιώνα η πόλη γνωρίζει εισβολές και καταστροφές - όπως των Οστρογότθων - για να μειωθεί ο πληθυσμός της, ενώ η κυριαρχία της αλλάζει συχνά χέρια. Επί των Λομβαρδών η πόλη γνωρίζει μια σχετική περίοδο ειρήνης τον 6ο αιώνα. Η πόλη κατακτήθηκε το 774 από τον Καρολομάγνο (Charlemagne). Aργότερα το 1054 περιήλθε στη Ματθίλδη κόμισσα της Τοσκάνης η οποία λαμβάνοντας εκ κληρονομιάς το Δουκάτο της Τοσκάνης, που είχε πρωτεύουσα τη Λούκκα (Lucca), δώρισε τη Φλωρεντία στον Πάπα Γρηγόριο Ζ΄. Έτσι υπό την παπική επιρροή η Φλωρεντία αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα και γνώρισε μεγάλη ευημερία.
Το 1125 τα φλωρεντινά στρατεύματα κατέλαβαν και κατέστρεψαν την ανταγωνίστρια πόλη Φιέζολε. Η τακτική αυτή όμως των επιθέσεων στις γύρω περιοχές εξόργισε τον νέο Αυτοκράτορα Φρειδερίκο που είχε αναλάβει το 1152, με συνέπεια να ορίσει αντιπρόσωπό του στη διοίκηση της πόλης. Η επέμβαση αυτή είχε ως συνέπεια να χωρισθούν οι κάτοικοι σε φιλομοναρχικούς και φιλοπαπικούς.
Από τον 13ο έως τον 14ο αιώνα η Φλωρεντία αντιμετωπίζει βαθιές πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές εξαιτίας, αφενός, της ενίσχυσης των επιχειρηματικών κέντρων εντός της κοινότητας, και, αφετέρου, της σφοδρής εμφύλιας σύρραξης μεταξύ των φιλομοναρχικών "Γιβελίνων" (Ghibellini), οπαδών του Γερμανού Αυτοκράτορα, και των φιλοπαπικών "Γουέλφων" (Guelfi), οπαδών της Παπικής εξουσίας.
Οι δύο αυτές διαδικασίες ακολουθούν την ανάπτυξη της κοινότητας που, όπως στις άλλες πόλης της βόρειας Ιταλίας, καθορίζει την εμφάνιση των αυτόνομων κυβερνήσεων που απέκτησαν την κυριαρχία τους κατόπιν μιας σφοδρής διαμάχης που κατέληξε στην ειρήνη της Κωνστάντζας (Konstanza). Σύμφωνα με την συνθήκη, που παραχωρήθηκε από τον Φρειδερίκο Α΄ το 1183, οι ιταλικές κοινότητες απέκτησαν κυριαρχικά δικαιώματα, πράγμα που τις καθιστούσε πραγματικές πόλεις-κράτη.Στη διάρκεια των επόμενων αιώνων διαμορφώθηκε στη Φλωρεντία ένα κοινοτικό καθεστώς με κυρίαρχη την παρουσία των συντεχνιών, επαγγελματικών οργανώσεων που εκπροσωπούσαν σημαντικούς κλάδους της οικονομίας όπως η εριουργία αλλά και μικροεπαγγελματίες, όπως οι αρτοποιοί. Οι απλοί εργάτες και ορισμένα επαγγέλματα, όπως οι δάσκαλοι, αποκλείονταν από τη διακυβέρνηση της πόλης καθώς δεν τους επιτρεπόταν να ιδρύσουν δική τους συντεχνία.
Αποκλεισμένες επίσης από τα δημόσια αξιώματα ήταν από το 1293 και συγκεκριμένες οικογένειες φεουδαρχών. Κατά καιρούς και σε δύσκολες περιστάσεις η πόλη ανέθετε δικτατορικές εξουσίες σε ένα πρόσωπο, όπως έγινε το 1342-3 με τον Γάλλο ιππότη Βάλτερ ντε Μπριέν ΣΤ΄ (Walter de Brienne). Μετά την εκδίωξη του τελευταίου διαμορφώθηκε ένα μοντέλο διακυβέρνησης με εκτελεστικά και νομοθετικά σώματα που εκπροσωπούσαν τις συντεχνίες και είχαν βραχυχρόνιες θητείες. Επικεφαλής της πόλης ήταν ένα 9μελές συμβούλιο με δίμηνη θητεία, η "Αρχοντία" (Signoria). Συμβουλευτικό ρόλο έπαιζαν δύο συμβούλια, οι Buonuomini και οι Gonfalonieri, με 12 και 16 μέλη και τρίμηνη και τετράμηνη θητεία αντιστοίχως. Οι διαμάχες μεταξύ αντίπαλων φατριών και η ογκούμενη δυσαρέσκεια των φτωχών εργατών και των κατώτερων στρωμάτων εξαιτίας της ανεργίας, της έλλειψης τροφίμων και της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων οδήγησαν το καλοκαίρι του 1378 στην ανοιχτή εξέγερση των Τσόμπι (Ciompi, εργατών εριουργίας).
Η εξέγερση αυτή πρόσκαιρα επικράτησε και συγκροτήθηκε συντεχνία των εργατών που εκπροσωπήθηκε στη Σινιορία. Το Σεπτέμβρη όμως της ίδιας χρονιάς διασπάστηκε η άτυπη συμμαχία μεταξύ του προλεταριάτου και των κατώτερων στρωμάτων της αστικής τάξης και η συντεχνία των εργατών διαλύθηκε. Δόθηκαν όμως περισσότερες έδρες στα διοικητικά σώματα της πόλης στις κατώτερες συντεχνίες ενώ πολλοί ευγενείς ποπολάνοι παρέμειναν εξόριστοι.Το νέο καθεστώς ανατράπηκε το 1382 και μέχρι το 1434 κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της πόλης η πολιτική φατρία στην οποία ηγεμόνευε η οικογένεια των Albizzi. Η περίοδος αυτή της "ολιγαρχικής" όπως ονομάστηκε διακυβέρνησης σημαδεύτηκε από πολεμικές συγκρούσεις.Η δυσαρέσκεια των πολιτών από την οικονομική κρίση και την αποτυχημένη εκστρατεία για την κατάκτηση της Λούκκα (1433) ανέδειξε ως νέο πιθανό ηγέτη της πόλης τον Κόζιμο των Μεδίκων ο οποίος εξορίστηκε στη Βενετία αλλά επέστρεψε θριαμβευτικά το 1434.
Η πολιτική κυριαρχία του Κόζιμο θεμελιώθηκε στην οικοδόμηση μιας προσεκτικής δημόσιας εικόνας του ως ενός σεμνού άνδρα ο οποίος σεβάστηκε το παραδοσιακό πολίτευμα και δεν ανέλαβε επισήμως δημόσια αξιώματα, αλλά κινούσε τα νήματα ελέγχοντας αποτελεσματικά την εκλογή των αρχόντων που εφάρμοζαν την πολιτική του. Τον διαδέχτηκαν ο γιός του Πιέρο (1464-1469) και ο εγγονός του Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής (1469 - 1492). Στην αυλή του Λαυρέντιου βρήκαν υποστήριξη σημαντικοί καλλιτέχνες όπως ο Μποτιτσέλι και ο Μιχαήλ Άγγελος και τα χρόνια αυτά συμπίπτουν με την ακμή της Αναγέννησης. Η οικογένεια των Μεδίκων εκδιώχτηκε το 1498 και επέστρεψαν μετά πάλι στην διακυβέρνηση της Φλωρεντίας το 1512.
Αξιοθέατα
Στο κέντρο της πόλης και προ της πλατείας μητροπόλεως, "Πιάτσα ντελ Ντουόμο", (βόρειο σημείο διαμερίσματος Α στο χάρτη), βρίσκεται ο περίφημος καθεδρικός ναός (Ντουόμο) με το θαυμαστό τρούλο, αφιερωμένος στην Παναγία. Δίπλα ακριβώς βρίσκεται το μεγάλο κωδωνοστάσιο από τα περιφημότερα της Ιταλίας που κτίστηκε το 1334 πιθανώς από τον Τζιότο και συμπληρώθηκε από τον Αντρέα Πιζάνο. Ακριβώς δίπλα βρίσκεται η Λόντζα ντελ Μπιγκάλο, σε μορφή ανοικτού νάρθηκα με θαυμάσιο γλυπτό στέγαστρο. Πίσω από τον καθεδρικό ναό βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της πόλης, το "Μουσείο Έργων του Ντουόμο" με θαυμάσια γλυπτά καθώς και το οκτάγωνο μαρμάρινο Βαπτιστήριο που κτίσθηκε πιθανώς τον 7ο αιώνα.
Νοτιότερα, στο ίδιο διαμέρισμα, παρά τον ποταμό Άρνο και πέριξ της πλατείας "Πιάτσα ντέλλα Σινιορία", που αποτελεί και το κέντρο της πολιτικής κίνησης της πόλης υφίσταται έτερο συγκρότημα ιστορικών κτιρίων σημαντικότερα των οποίων είναι το ομώνυμο "Παλάτσο ντέλλα Σινιορία", γνωστότερο και ως "Παλάτσο Βέκκιο", που κτίσθηκε το 1298 με τον χαρακτηριστικό πύργο ύψους 95 μ., καθώς και το μουσείο "Λότζια ντέι Λάντσι" με αξιόλογα γλυπτά. Μεταξύ των δύο παραπάνω τελευταίων κτιρίων βρίσκεται το τριώροφο "Παλάτσο ντέλι Ουφίτσι" που άρχισε να κτίζεται το 1560 και ολοκληρώθηκε 15 χρόνια μετά από τον Τζόρτζιο Βαζάρι. Το κτίριο αυτό υπέστη σοβαρές ζημιές από τους Γερμανούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το παλάτσο αυτό αρχίζει ανηφορική οδός όπου δια της παλαιάς γέφυρας "Πόντε Βέκκιο" πάνω από τον ποταμό οδηγεί στο παλάτι της απέναντι όχθης Παλάτσο Πίτι, (διαμέρισμα Ε), που άρχισε να κτίζεται τον 16ο αιώνα και σήμερα περιλαμβάνει πολλά μουσεία, με σημαντικότερο όλων την Παλατινή Πινακοθήκη, η οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του Ραφαήλ στον κόσμο. Πίσω ακριβώς αυτού του παλατιού εκτείνονται οι περίφημοι κήποι Μπόμπολι.
Δυτικά του κέντρου της πόλης, (διαμέρισμα D), βρίσκονται τα ακόλουθα οικοδομήματα: η "Σάντα Μαρία Νοβέλα", από τους ωραιότερους ναούς (1278), καθώς και οι ναοί της Αγίας Τριάδας, γοτθικός του 13ου αιώνα, των Αγίων Αποστόλων, 11ου αιώνα, και της "Σάντα Μαρία Ματζόρε", γοτθικός του 13ου επίσης αιώνα. Κυριότερα Παλάτια στη περιοχή αυτή είναι των Κορσίνι, Φερρόνι, Στρότσι και Ρουτσελάι.
Βόρεια του κέντρου, (διαμέρισμα C), βρίσκεται ο περίφημος ναός του Αγίου Λαυρεντίου, ένα από τα θαυμαστότερα μνημεία της Ιταλίας με αμύθητης αξίας αριστουργήματα καθώς και η Μονή που περιέχει τη γνωστή και ανεκτίμητη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη των Μεδίκων. Βορειοανατολικά του κέντρου βρίσκονται σήμερα η Ακαδημία Καλών Τεχνών, το Πανεπιστήμιο της πόλης, ο ναός του Αγίου Μάρκου καθώς και το ομώνυμο μοναστήρι με πολύτιμη βιβλιοθήκη. Κοντά στην πλατεία του Αγίου Μάρκου βρίσκεται το ιστορικό βρεφοκομείο "Οσπεντάλε ντέλι Ιννοντσέτι" οι αψίδες του οποίου φέρουν ανάγλυφα βρέφη. Σημαντικά κτίρια στη περιοχή αυτή είναι το Παλάτσο Μέντιτσι-Ρικάρντι, το Παλάτσο Παντολφίνι και το Παλάτσο Πούτσι.